Ζούμε στην Αθήνα του 1950
Posted: Sat Jan 08, 2011 4:47 pm
http://www.athensvoice.gr/the-paper/art ... 0s-version
Ζούμε στην Αθήνα του 1950. Αν εξαιρέσουμε τα ipod στις τσέπες μας και τα άσπρα All*Star στις πατούσες μας, ζούμε και περπατάμε στην Αθήνα του 1950. Ένας θείος μας μάς παίρνει στο τηλέφωνο και μας λέει να κάνουμε τα λεφτά μας λίρες και να τα κρύψουμε πίσω απ’ το πορτρέτο του παππού. Έχουμε όλοι μουστακάκια και η νέα χορευτική μόδα είναι το swing.
Kοιτάμε μέσα απ’το γυαλί ανθρώπους να μαγειρεύουν, κολλάμε τη μύτη μας, το τζάμι αχνίζει κι εμείς ξερογλειφόμαστε. Αυτό που μας κρατάει στο σπίτι μας, με σκούφιες ύπνου ξαπλωμένους στη θαλπωρή του «πάλι καλά» μας, είναι η Σπιναλόγκα.
Όργανα της τάξεως και παρακρατικοί πίνουν καφέ στους δρόμους και μας καλησπερίζουν στις εξόδους μας. Πάμε στο σινεμά και βλέπουμε τον «Ηλία του 16ου» και το «Ζητείται ψεύτης». Τα κορίτσια μας φοράνε φουστάνια με πουά και λευκές γόβες και το βράδυ σχολιάζουν τα κουτσομπολιά που ακούσανε το μεσημέρι.
Εμείς προχωράμε λίγο πιο μπροστά και συζητάμε για τα πολιτικά. Τα ονόματα που παίζουν στη συζήτηση είναι Γεώργιος Παπανδρέου, Πάγκαλος, Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Κάποιοι νέοι σκηνοθέτες μας θέλουν να ξεφύγουν απ’ τους μεγαλοπαραγωγούς και γυρίζουν ταινίες με λίγα λεφτά. Οι ξένοι κριτικοί γράφουν καλά λόγια κι εμείς πηγαίνουμε στο «Άστυ» και στο «Έλλη» να τις δούμε και μετά τσακωνόμαστε.
Πολλοί αναρωτιούνται τι θα γίνει αν παιχτεί ποτέ στην τηλεόραση ο «Μαχαιροβγάλτης» και η «Στρέλλα». Ο «Δράκος» και η «Στέλλα», πήγα να γράψω.
Ζούμε στην Αθήνα του 1950. Η χρονομηχανή έχει εφευρεθεί. Δεν την εφηύρε όμως ο Κύρος Γρανάζης, ούτε ο H.G. Wells, ούτε ο Doc Emmet Brown, ούτε καν οι Mary and the Boy. Ε, τότε ποιος; Όλα έχουν ακουστεί: πως την εφηύρε ο Μάης του ’68, η γενιά του Πολυτεχνείου, ο Andrew Papandrew, οι εκσυγχρονιστές, οι δεξιοί νεοφιλελεύθεροι, οι τράπεζες, το ΔΝΤ. Το ΚΚΕ και η Ακροδεξιά απαλλάσσονται γιατί γι’ αυτούς ο χρόνος δεν άλλαξε ποτέ.
Για μας τους υπολοίπους όμως που άλλαζε, που πήγαινε συνέχεια προς τα μπρος, που ακούγαμε τις νέες μουσικές και βλέπαμε το cinema nuovo, ποιος θα το έλεγε πως η κατάληξη που μας επιφυλασσόταν απ’ τους προοδευτικούς φωστήρες μας θα ’ταν η επιστροφή στην Αθήνα του ’50;
Γι’ αυτό και μια βόλτα ενός «ζωντανού στην πόλη» σήμερα είναι –λίγο πολύ– η υπόθεση του «Επιστροφή στο μέλλον». Ψάχνουμε, σαν άλλοι Μάικλ Φοξ, να ενεργοποιήσουμε με κάθε τρόπο την καταραμένη τη σακαράκα και να γυρίσουμε ξανά στο 2010. Αλλά σ’ ένα 2010 διαφορετικό, αλλαγμένο από τις δικές μας επιλογές.
Πάμε μόνοι μας στα έρημα εκλογικά κέντρα και ψηφίζουμε τον Καμίνη, παραμερίζοντας τα ψηφιακά ολογράμματα των 50s που μας φράζουν το δρόμο προς την κάλπη. Τον Κατσαρό με το σαξόφωνό του, τη Δημουλά με το βραβείο «Γυναίκα της xρονιάς» του “Life and Style”, τους «αριστερούς» μισθοφόρους των εφημερίδων που θέλουν να μην αλλάξει τίποτα ως τη Δευτέρα Παρουσία του Στάλιν. Μην τους φοβάστε, παιδιά, δεν είναι αληθινοί, εμείς έχουμε ακόμα σώμα και ας είμαστε ολομόναχοι.
Πάμε στο “Higgs” και στο «Αλεξανδρινό», στο “Use”, και στην «Kαφεΐνα», πάμε στις εκθέσεις των φίλων μας στην Κυψέλη και στη Βαλαωρίτου, πάμε στις παραστάσεις των θεατρικών ομάδων που ακούσαμε (να γίνουμε για λίγο έγχρωμοι, όπως ο Σταμουλακάτος στον «Μαχαιροβγάλτη»), πάμε να δούμε τις καινούργιες ελληνικές ταινίες που ψάχνουνε και πάλι το βηματισμό τους, πάμε ν’ακούσουμε καινούργια γκρουπ στο “Six Dogs” και στο “Cuckoo”, δεν χρειάζεται όλα αυτά να μας αρέσουν, ούτε χρειάζεται να συμφωνήσουμε παντού, κάτι όμως απ’ αυτά θα βοηθήσει το DeLorean να πάρει μπρος.
Και τότε, ίσως, η Αθήνα του ’50 πάψει να’ναι το αιμοδιψές βαμπίρ που είναι τώρα (αυτός ο αιώνιος μαυραγοριτισμός, αυτή η δολοφονία του Μπελλογιάννη στο διηνεκές, αυτή η συνέχεια ανοιχτή πνευματική Μακρόνησος) και να ξαναγίνει μια απλή αναφορά, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη που επέζησε γιατί ήταν στέρεο, ένα πλάνο πόλης και αττικού ουρανού απ’ το «Κυριακάτικο ξύπνημα». Γιατί όταν το παρελθόν είναι στ’ αλήθεια παρελθόν, μπορεί ίσως κάποτε να φέρει και διάδοχο. Αν είναι όμως νεκροζώντανο παρόν, όπως τώρα, ασπρόμαυροι και vintage συμπολίτες μου, τότε δεν χρειάζεται να φοβόμαστε την πτώχευση: έχει ήδη έρθει.
Ζούμε στην Αθήνα του 1950. Αν εξαιρέσουμε τα ipod στις τσέπες μας και τα άσπρα All*Star στις πατούσες μας, ζούμε και περπατάμε στην Αθήνα του 1950. Ένας θείος μας μάς παίρνει στο τηλέφωνο και μας λέει να κάνουμε τα λεφτά μας λίρες και να τα κρύψουμε πίσω απ’ το πορτρέτο του παππού. Έχουμε όλοι μουστακάκια και η νέα χορευτική μόδα είναι το swing.
Kοιτάμε μέσα απ’το γυαλί ανθρώπους να μαγειρεύουν, κολλάμε τη μύτη μας, το τζάμι αχνίζει κι εμείς ξερογλειφόμαστε. Αυτό που μας κρατάει στο σπίτι μας, με σκούφιες ύπνου ξαπλωμένους στη θαλπωρή του «πάλι καλά» μας, είναι η Σπιναλόγκα.
Όργανα της τάξεως και παρακρατικοί πίνουν καφέ στους δρόμους και μας καλησπερίζουν στις εξόδους μας. Πάμε στο σινεμά και βλέπουμε τον «Ηλία του 16ου» και το «Ζητείται ψεύτης». Τα κορίτσια μας φοράνε φουστάνια με πουά και λευκές γόβες και το βράδυ σχολιάζουν τα κουτσομπολιά που ακούσανε το μεσημέρι.
Εμείς προχωράμε λίγο πιο μπροστά και συζητάμε για τα πολιτικά. Τα ονόματα που παίζουν στη συζήτηση είναι Γεώργιος Παπανδρέου, Πάγκαλος, Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Κάποιοι νέοι σκηνοθέτες μας θέλουν να ξεφύγουν απ’ τους μεγαλοπαραγωγούς και γυρίζουν ταινίες με λίγα λεφτά. Οι ξένοι κριτικοί γράφουν καλά λόγια κι εμείς πηγαίνουμε στο «Άστυ» και στο «Έλλη» να τις δούμε και μετά τσακωνόμαστε.
Πολλοί αναρωτιούνται τι θα γίνει αν παιχτεί ποτέ στην τηλεόραση ο «Μαχαιροβγάλτης» και η «Στρέλλα». Ο «Δράκος» και η «Στέλλα», πήγα να γράψω.
Ζούμε στην Αθήνα του 1950. Η χρονομηχανή έχει εφευρεθεί. Δεν την εφηύρε όμως ο Κύρος Γρανάζης, ούτε ο H.G. Wells, ούτε ο Doc Emmet Brown, ούτε καν οι Mary and the Boy. Ε, τότε ποιος; Όλα έχουν ακουστεί: πως την εφηύρε ο Μάης του ’68, η γενιά του Πολυτεχνείου, ο Andrew Papandrew, οι εκσυγχρονιστές, οι δεξιοί νεοφιλελεύθεροι, οι τράπεζες, το ΔΝΤ. Το ΚΚΕ και η Ακροδεξιά απαλλάσσονται γιατί γι’ αυτούς ο χρόνος δεν άλλαξε ποτέ.
Για μας τους υπολοίπους όμως που άλλαζε, που πήγαινε συνέχεια προς τα μπρος, που ακούγαμε τις νέες μουσικές και βλέπαμε το cinema nuovo, ποιος θα το έλεγε πως η κατάληξη που μας επιφυλασσόταν απ’ τους προοδευτικούς φωστήρες μας θα ’ταν η επιστροφή στην Αθήνα του ’50;
Γι’ αυτό και μια βόλτα ενός «ζωντανού στην πόλη» σήμερα είναι –λίγο πολύ– η υπόθεση του «Επιστροφή στο μέλλον». Ψάχνουμε, σαν άλλοι Μάικλ Φοξ, να ενεργοποιήσουμε με κάθε τρόπο την καταραμένη τη σακαράκα και να γυρίσουμε ξανά στο 2010. Αλλά σ’ ένα 2010 διαφορετικό, αλλαγμένο από τις δικές μας επιλογές.
Πάμε μόνοι μας στα έρημα εκλογικά κέντρα και ψηφίζουμε τον Καμίνη, παραμερίζοντας τα ψηφιακά ολογράμματα των 50s που μας φράζουν το δρόμο προς την κάλπη. Τον Κατσαρό με το σαξόφωνό του, τη Δημουλά με το βραβείο «Γυναίκα της xρονιάς» του “Life and Style”, τους «αριστερούς» μισθοφόρους των εφημερίδων που θέλουν να μην αλλάξει τίποτα ως τη Δευτέρα Παρουσία του Στάλιν. Μην τους φοβάστε, παιδιά, δεν είναι αληθινοί, εμείς έχουμε ακόμα σώμα και ας είμαστε ολομόναχοι.
Πάμε στο “Higgs” και στο «Αλεξανδρινό», στο “Use”, και στην «Kαφεΐνα», πάμε στις εκθέσεις των φίλων μας στην Κυψέλη και στη Βαλαωρίτου, πάμε στις παραστάσεις των θεατρικών ομάδων που ακούσαμε (να γίνουμε για λίγο έγχρωμοι, όπως ο Σταμουλακάτος στον «Μαχαιροβγάλτη»), πάμε να δούμε τις καινούργιες ελληνικές ταινίες που ψάχνουνε και πάλι το βηματισμό τους, πάμε ν’ακούσουμε καινούργια γκρουπ στο “Six Dogs” και στο “Cuckoo”, δεν χρειάζεται όλα αυτά να μας αρέσουν, ούτε χρειάζεται να συμφωνήσουμε παντού, κάτι όμως απ’ αυτά θα βοηθήσει το DeLorean να πάρει μπρος.
Και τότε, ίσως, η Αθήνα του ’50 πάψει να’ναι το αιμοδιψές βαμπίρ που είναι τώρα (αυτός ο αιώνιος μαυραγοριτισμός, αυτή η δολοφονία του Μπελλογιάννη στο διηνεκές, αυτή η συνέχεια ανοιχτή πνευματική Μακρόνησος) και να ξαναγίνει μια απλή αναφορά, ένα τραγούδι του Τσιτσάνη που επέζησε γιατί ήταν στέρεο, ένα πλάνο πόλης και αττικού ουρανού απ’ το «Κυριακάτικο ξύπνημα». Γιατί όταν το παρελθόν είναι στ’ αλήθεια παρελθόν, μπορεί ίσως κάποτε να φέρει και διάδοχο. Αν είναι όμως νεκροζώντανο παρόν, όπως τώρα, ασπρόμαυροι και vintage συμπολίτες μου, τότε δεν χρειάζεται να φοβόμαστε την πτώχευση: έχει ήδη έρθει.