Angie
The Rolling Stones
.M. Jagger/K. Richards)
Angie, Angie, when will those clouds all disappear?
Angie, Angie, where will it lead us from here?
With no loving in our souls and no money in our coats
You can't say we're satisfied
But Angie, Angie, you can't say we never tried
Angie, you're beautiful, but ain't it time we said good-bye?
Angie, I still love you, remember all those nights we cried?
All the dreams we held so close seemed to all go up in smoke
Let me whisper in your ear:
Angie, Angie, where will it lead us from here?
Oh, Angie, don't you weep, all your kisses still taste sweet
I hate that sadness in your eyes
But Angie, Angie, ain't it time we said good-bye?
With no loving in our souls and no money in our coats
You can't say we're satisfied
But Angie, I still love you, baby
Ev'rywhere I look I see your eyes
There ain't a woman that comes close to you
Come on Baby, dry your eyes
But Angie, Angie, ain't it good to be alive?
Angie, Angie, they can't say we never tried
Αγαπημένοι Στίχοι
Forum rules
Σας υπενθυμίζουμε να μην δημοσιεύετε μηνύματα σε greeklish ή συνεχή ΚΕΦΑΛΑΙΑ! Τέτοια μηνύματα θα διαγράφονται.
Σας υπενθυμίζουμε να μην δημοσιεύετε μηνύματα σε greeklish ή συνεχή ΚΕΦΑΛΑΙΑ! Τέτοια μηνύματα θα διαγράφονται.
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
Σ' αγαπώ να προσέχεις
Με κοιτάς μες τα μάτια
μα ποτέ σου δεν είδες
τα σβησμένα μου φώτα
τις χαμένες μου ελπίδες.
Το μηδέν του Σαββάτου
της αυγής το γαμώτο
με κοιτάς και σωπαίνεις
κι η σιωπή κάνει κρότο.
Με κοιτάς λες και είμαι
τρύπιο πάνω σου ρούχο
μου ζητάς να σκοτώσω
την αγάπη που σου 'χω.
Και φοβάμαι μη φύγεις
ο αέρας παγώνει
κι η καυτή σου ανάσα
το μυαλό μου θολώνει.
Και φοβάμαι μη φύγεις
μα άλλο δρόμο δεν έχεις
και σου γράφω στο τζάμι
σ' αγαπώ να προσέχεις.
Με κοιτάς μες τα μάτια
κι απορείς που δεν κλαίνε
η αγάπη δε φεύγει
είναι μέσα μας λένε.
Κάπου αλλού ταξιδεύεις
κι όμως πλάι μου είσαι
μεσ' την τρέλα του κόσμου
μ' αγνοείς κι αγνοείσαι.
Με κοιτάς μες τα μάτια
και η μέρα τελειώνει
σαν τον ήλιο που φεύγει
με κοιτάς και νυχτώνει.
Με κοιτάς μες τα μάτια
μα ποτέ σου δεν είδες
τα σβησμένα μου φώτα
τις χαμένες μου ελπίδες.
Το μηδέν του Σαββάτου
της αυγής το γαμώτο
με κοιτάς και σωπαίνεις
κι η σιωπή κάνει κρότο.
Με κοιτάς λες και είμαι
τρύπιο πάνω σου ρούχο
μου ζητάς να σκοτώσω
την αγάπη που σου 'χω.
Και φοβάμαι μη φύγεις
ο αέρας παγώνει
κι η καυτή σου ανάσα
το μυαλό μου θολώνει.
Και φοβάμαι μη φύγεις
μα άλλο δρόμο δεν έχεις
και σου γράφω στο τζάμι
σ' αγαπώ να προσέχεις.
Με κοιτάς μες τα μάτια
κι απορείς που δεν κλαίνε
η αγάπη δε φεύγει
είναι μέσα μας λένε.
Κάπου αλλού ταξιδεύεις
κι όμως πλάι μου είσαι
μεσ' την τρέλα του κόσμου
μ' αγνοείς κι αγνοείσαι.
Με κοιτάς μες τα μάτια
και η μέρα τελειώνει
σαν τον ήλιο που φεύγει
με κοιτάς και νυχτώνει.
αξίζει,φίλε,να υπάρχεις για ένα όνειρο, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει...
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
Ένα ρολόι μου χες χαρίσει
που το κοιτούσα όταν αργούσες
που το κοιτούσα όταν αργούσες
και το ρωτούσα αν μαγαπούσες
Θα το δώσω το ρολόι
και θα πάρω κομπολόι
να μετράω τους καημούς
και τους αναστεναγμούς
Τώρα δεν είσαι στην αγκαλιά μου
και την καρδιά μου η ζήλια τρώει
τι να το κάνω τέτοιο ρολόι
κάθε του χτύπος και μοιρολόι
που το κοιτούσα όταν αργούσες
που το κοιτούσα όταν αργούσες
και το ρωτούσα αν μαγαπούσες
Θα το δώσω το ρολόι
και θα πάρω κομπολόι
να μετράω τους καημούς
και τους αναστεναγμούς
Τώρα δεν είσαι στην αγκαλιά μου
και την καρδιά μου η ζήλια τρώει
τι να το κάνω τέτοιο ρολόι
κάθε του χτύπος και μοιρολόι
- mama mafia
- MechEng Seeder
- Posts: 1717
- Joined: Fri Dec 17, 2010 12:40 am
- Σχολή: Μηχανολόγος
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
Να δεις τι σου 'χω για μετά-Λαυρέντης Μαχαιρίτσας & Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά
στο ρετιρέ κριάρια
και στο μεγάλο λίβινγκ ρουμ
με ρομπ ντε σαμπρ κυκλοφορούν
Στον καμπινέ πάνε συχνά
και στο μπιντέ καβάλα
προσεύχονται διαπασών
εις το Λαχείο Συντακτών
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το πενήντα και μετά
μας έχουν πνίξει τα μπετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Στου Στρατηγάκη την αυλή
και σ' άλλα ινστιτούτα
λέει πολλοί 'ναι μαζεμένοι
Ρωμιοσύνη μου καημένη
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει
μα κόκκαλα τσακίζει
με YES και SORRY και λοιπά
και με σπασμένα Αγγλικά
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το εξήντα και μετά
ανά, κατά, διά, μετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Καβάλα πάνε σινεμά
καβάλα super market
μπαίνουμε σ' άλλη εποχή
πιο stereo και γιώτα χι
Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών
κι αντίσταση και γύψος
Πολυτεχνείο ξαφνικά
μεταπολίτευση και τα λοιπά
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ� το εβδομήντα και μετά
μας έχουν πνίζει τα σκατά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Εδώ και τώρα αλλαγή
και πανταχού το νέφος
από τα out και τα in
βγήκανε γιάπηδες με τζην
Σκυλάδικα στην εθνική
disco στην παραλία
ανάδελφος Ελληνισμός
ενώ επίκειται σεισμός
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το ογδόντα και μετά
να δεις τι σου 'ρχεται μετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Στο ενενήντα φτάσαμε
εμπρός ταχύ το βήμα
να το ακολουθήσουμε
γιατί καθυστερήσαμε
Εοκ, Νου Δου, περικοπές
Κυπριακό και Σκόπια
Θε μου πως φτάσαμε ως εδώ
στα σύνορα του Εξαποδώ
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το ενενήντα και μετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Μα η Ελλάδα ως γνωστόν
ποτέ της δεν πεθαίνει
και όπως έχει ειπωθεί
κάποια στιγμή θ�αναστηθεί
Μητέρα μεγαλόψυχη
ή φάντασμα και ζόμπι
ας κάνουμε υπομονή
το δυο χιλιάδες θα φανεί
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
την ονειρεύτηκα ξανά
συγκάτοικο σ' ένα βραχνά
να με ξυπνάει με βρισιές
Στο ασανσέρ σφάζουν αρνιά
στο ρετιρέ κριάρια
και στο μεγάλο λίβινγκ ρουμ
με ρομπ ντε σαμπρ κυκλοφορούν
Στον καμπινέ πάνε συχνά
και στο μπιντέ καβάλα
προσεύχονται διαπασών
εις το Λαχείο Συντακτών
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το πενήντα και μετά
μας έχουν πνίξει τα μπετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Στου Στρατηγάκη την αυλή
και σ' άλλα ινστιτούτα
λέει πολλοί 'ναι μαζεμένοι
Ρωμιοσύνη μου καημένη
Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει
μα κόκκαλα τσακίζει
με YES και SORRY και λοιπά
και με σπασμένα Αγγλικά
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το εξήντα και μετά
ανά, κατά, διά, μετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Καβάλα πάνε σινεμά
καβάλα super market
μπαίνουμε σ' άλλη εποχή
πιο stereo και γιώτα χι
Ελλάς, Ελλήνων Χριστιανών
κι αντίσταση και γύψος
Πολυτεχνείο ξαφνικά
μεταπολίτευση και τα λοιπά
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ� το εβδομήντα και μετά
μας έχουν πνίζει τα σκατά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Εδώ και τώρα αλλαγή
και πανταχού το νέφος
από τα out και τα in
βγήκανε γιάπηδες με τζην
Σκυλάδικα στην εθνική
disco στην παραλία
ανάδελφος Ελληνισμός
ενώ επίκειται σεισμός
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το ογδόντα και μετά
να δεις τι σου 'ρχεται μετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Στο ενενήντα φτάσαμε
εμπρός ταχύ το βήμα
να το ακολουθήσουμε
γιατί καθυστερήσαμε
Εοκ, Νου Δου, περικοπές
Κυπριακό και Σκόπια
Θε μου πως φτάσαμε ως εδώ
στα σύνορα του Εξαποδώ
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
απ' το ενενήντα και μετά
να δεις τι σου 'χω για μετά
Μα η Ελλάδα ως γνωστόν
ποτέ της δεν πεθαίνει
και όπως έχει ειπωθεί
κάποια στιγμή θ�αναστηθεί
Μητέρα μεγαλόψυχη
ή φάντασμα και ζόμπι
ας κάνουμε υπομονή
το δυο χιλιάδες θα φανεί
Με άλλα λόγια θα στο πω
κι έναν ανάπηρο σκοπό
την ονειρεύτηκα ξανά
συγκάτοικο σ' ένα βραχνά
να με ξυπνάει με βρισιές
Leave the gun. Take the cannoli
- sid
- MechEng Seeder
- Posts: 4032
- Joined: Mon Jan 25, 2010 10:47 pm
- Σχολή: Χημικός
- Gender: Male
- Location: 242
- Contact:
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
Ρους - όλοι χορεύουν με την Κ.
Να 'ταν, να ήταν μια φορά
από τα χείλη σουν να βγούνε
λόγια αληθινά, λόγια σταράτα.
Μα εσύ το παίζεις βαρύς, ο βασιλιάς της σιωπής, κι είσαι σαράντα.
Άσε με να σου πω πως το ματς ήρθε "Χ"
και πως μια μέρα λιακάδας έγινε βροχερή
Πες μου κι εσύ μια ιστορία απ' την Αθήνα
που 'χει αδειάσει από μέσα
μα είναι γεμάτη η βιτρίνα.
Πώς, στα μάτια πώς σε κοιτάει
και δε σ' αρέσει λες αυτός ο τρόπος
που σ' αγαπάει
κι έτσι δανείστηκες το περιοδικό κάποιου άλλου
κι απ' το εξώφυλλο ερωτεύτηκες και τώρα αγαπάς
Κι απ' το εξώφυλλο αγαπάς.
Πώς χορεύει μπρος στα μάτια σου
μα είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς
πώς χορεύει μπρος στα μάτια σου
μα είναι αργά, κοιτάς την ώρα,
κι όλοι χορεύουν μπρος τα μάτια σου
μα είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς
όλοι χορεύουν μπρος στα μάτια σου.
Θα κάνεις χίλιους δρόμους, χίλιες αποστάσεις
σ' αυτή τη μίζερη ζωή που λες πώς πάντα θέλεις ν' αλλάξεις
κι ας μη θυμάσαι ούτε ένα στίχο απ' τη δική της μπαλάντα
και πας μ' αυτούς που σ' έκαναν, να τη ξεχάσεις για πάντα.
Τώρα, στα μάτια δε σε κοιτάει
και σε πειράζει που κανείς στον κόσμο δε σ' αγαπάει
μα έχεις την εύκολη λύση, ήξερες πάντα να κάνεις τον όμορφο μες στα μπαρ
και τρέχεις πια και δε φτάνεις
και τρέχεις πια και δε φτάνεις
στις νύχτες
στις μέρες
στις ώρες
στον ήλιο
στους δρόμους
στις μπόρες
στις νότες
και σου περνάνε απ' το μυαλό γρήγορα όλα εκείνα που ξέχασες να γευτείς
με τη γλυκιά Κατερίνα
Να 'ταν, να ήταν μια φορά
από τα χείλη σουν να βγούνε
λόγια αληθινά, λόγια σταράτα.
Μα εσύ το παίζεις βαρύς, ο βασιλιάς της σιωπής, κι είσαι σαράντα.
Άσε με να σου πω πως το ματς ήρθε "Χ"
και πως μια μέρα λιακάδας έγινε βροχερή
Πες μου κι εσύ μια ιστορία απ' την Αθήνα
που 'χει αδειάσει από μέσα
μα είναι γεμάτη η βιτρίνα.
Πώς, στα μάτια πώς σε κοιτάει
και δε σ' αρέσει λες αυτός ο τρόπος
που σ' αγαπάει
κι έτσι δανείστηκες το περιοδικό κάποιου άλλου
κι απ' το εξώφυλλο ερωτεύτηκες και τώρα αγαπάς
Κι απ' το εξώφυλλο αγαπάς.
Πώς χορεύει μπρος στα μάτια σου
μα είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς
πώς χορεύει μπρος στα μάτια σου
μα είναι αργά, κοιτάς την ώρα,
κι όλοι χορεύουν μπρος τα μάτια σου
μα είναι αργά και πρέπει να κοιμηθείς
όλοι χορεύουν μπρος στα μάτια σου.
Θα κάνεις χίλιους δρόμους, χίλιες αποστάσεις
σ' αυτή τη μίζερη ζωή που λες πώς πάντα θέλεις ν' αλλάξεις
κι ας μη θυμάσαι ούτε ένα στίχο απ' τη δική της μπαλάντα
και πας μ' αυτούς που σ' έκαναν, να τη ξεχάσεις για πάντα.
Τώρα, στα μάτια δε σε κοιτάει
και σε πειράζει που κανείς στον κόσμο δε σ' αγαπάει
μα έχεις την εύκολη λύση, ήξερες πάντα να κάνεις τον όμορφο μες στα μπαρ
και τρέχεις πια και δε φτάνεις
και τρέχεις πια και δε φτάνεις
στις νύχτες
στις μέρες
στις ώρες
στον ήλιο
στους δρόμους
στις μπόρες
στις νότες
και σου περνάνε απ' το μυαλό γρήγορα όλα εκείνα που ξέχασες να γευτείς
με τη γλυκιά Κατερίνα
Και μετά ορισμένοι παραπονιούνται ότι ντε και καλά η λέσχη χρησιμοποιεί κατεψυγμένα κρέατα. Τουναντίον λοιπόν.
- soti
- soti
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
Queensryche - Speak
They've given me a mission
I don't really know the game yet
I'm bent on submission
Religion is to blame
I'm the new messiah
Death angel with gun
Dangerous in my silence
Deadly to my cause
Speak to me the pain you feel
Speak the word
The word is all of us
I've given my life to become what I am
to preach the new beginning
To make you understand
To reach some point of order
Utopia in mind, you've got to learn
To sacrifice, to leave what's now behind
Seven years of power
the corporation claw
The rich control the government, the media the law
To make some kind of difference
Then everyone must know
Eradicate the fascists, revolution will grow
The system we learn says we're equal under law
But the streets are reality, the weak and poor will fall
Let's tip the power balance and tear down the crown
Educate the masses, we'll burn the White House down
They've given me a mission
I don't really know the game yet
I'm bent on submission
Religion is to blame
I'm the new messiah
Death angel with gun
Dangerous in my silence
Deadly to my cause
Speak to me the pain you feel
Speak the word
The word is all of us
I've given my life to become what I am
to preach the new beginning
To make you understand
To reach some point of order
Utopia in mind, you've got to learn
To sacrifice, to leave what's now behind
Seven years of power
the corporation claw
The rich control the government, the media the law
To make some kind of difference
Then everyone must know
Eradicate the fascists, revolution will grow
The system we learn says we're equal under law
But the streets are reality, the weak and poor will fall
Let's tip the power balance and tear down the crown
Educate the masses, we'll burn the White House down
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
Jethro Tull - Thick as A Brick
Really don't mind if you sit this one out.
My words but a whisper -- your deafness a SHOUT.
I may make you feel but I can't make you think.
Your sperm's in the gutter -- your love's in the sink.
So you ride yourselves over the fields and
you make all your animal deals and
your wise men don't know how it feels to be thick as a brick.
And the sand-castle virtues are all swept away in
the tidal destruction
the moral melee.
The elastic retreat rings the close of play as the last wave uncovers
the newfangled way.
But your new shoes are worn at the heels and
your suntan does rapidly peel and
your wise men don't know how it feels to be thick as a brick.
And the love that I feel is so far away:
I'm a bad dream that I just had today -- and you
shake your head and
say it's a shame.
Spin me back down the years and the days of my youth.
Draw the lace and black curtains and shut out the whole truth.
Spin me down the long ages: let them sing the song.
See there! A son is born -- and we pronounce him fit to fight.
There are black-heads on his shoulders, and he pees himself in the night.
We'll
make a man of him
put him to trade
teach him
to play Monopoly and
to sing in the rain.
The Poet and the painter casting shadows on the water --
as the sun plays on the infantry returning from the sea.
The do-er and the thinker: no allowance for the other --
as the failing light illuminates the mercenary's creed.
The home fire burning: the kettle almost boiling --
but the master of the house is far away.
The horses stamping -- their warm breath clouding
in the sharp and frosty morning of the day.
And the poet lifts his pen while the soldier sheaths his sword.
And the youngest of the family is moving with authority.
Building castles by the sea, he dares the tardy tide to wash them all aside.
The cattle quietly grazing at the grass down by the river
where the swelling mountain water moves onward to the sea:
the builder of the castles renews the age-old purpose
and contemplates the milking girl whose offer is his need.
The young men of the household have
all gone into service and
are not to be expected for a year.
The innocent young master -- thoughts moving ever faster --
has formed the plan to change the man he seems.
And the poet sheaths his pen while the soldier lifts his sword.
And the oldest of the family is moving with authority.
Coming from across the sea, he challenges the son who puts him to the run.
What do you do when
the old man's gone -- do you want to be him? And
your real self sings the song.
Do you want to free him?
No one to help you get up steam --
and the whirlpool turns you `way off-beam.
LATER.
I've come down from the upper class to mend your rotten ways.
My father was a man-of-power whom everyone obeyed.
So come on all you criminals!
I've got to put you straight just like I did with my old man --
twenty years too late.
Your bread and water's going cold.
Your hair is too short and neat.
I'll judge you all and make damn sure that no-one judges me.
You curl your toes in fun as you smile at everyone -- you meet the stares.
You're unaware that your doings aren't done.
And you laugh most ruthlessly as you tell us what not to be.
But how are we supposed to see where we should run?
I see you shuffle in the courtroom with
your rings upon your fingers and
your downy little sidies and
your silver-buckle shoes.
Playing at the hard case, you follow the example of the comic-paper idol
who lets you bend the rules.
So!
Come on ye childhood heroes!
Won't you rise up from the pages of your comic-books
your super crooks
and show us all the way.
Well! Make your will and testament. Won't you?
Join your local government.
We'll have Superman for president
let Robin save the day.
You put your bet on number one and it comes up every time.
The other kids have all backed down and they put you first in line.
And so you finally ask yourself just how big you are --
and take your place in a wiser world of bigger motor cars.
And you wonder who to call on.
So! Where the hell was Biggles when you needed him last Saturday?
And where were all the sportsmen who always pulled you though?
They're all resting down in Cornwall --
writing up their memoirs for a paper-back edition
of the Boy Scout Manual.
LATER.
See there! A man born -- and we pronounce him fit for peace.
There's a load lifted from his shoulders with the discovery of his disease.
We'll
take the child from him
put it to the test
teach it
to be a wise man
how to fool the rest.
QUOTE
We will be geared to the average rather than the exceptional
God is an overwhelming responsibility
we walked through the maternity ward and saw 218 babies wearing nylons
cats are on the upgrade
upgrade? Hipgrave. Oh, Mac.
LATER
In the clear white circles of morning wonder,
I take my place with the lord of the hills.
And the blue-eyed soldiers stand slightly discoloured (in neat little rows)
sporting canvas frills.
With their jock-straps pinching, they slouch to attention,
while queueing for sarnies at the office canteen.
Saying -- how's your granny and
good old Ernie: he coughed up a tenner on a premium bond win.
The legends (worded in the ancient tribal hymn) lie cradled
in the seagull's call.
And all the promises they made are ground beneath the sadist's fall.
The poet and the wise man stand behind the gun,
and signal for the crack of dawn.
Light the sun.
Do you believe in the day? Do you?
Believe in the day! The Dawn Creation of the Kings has begun.
Soft Venus (lonely maiden) brings the ageless one.
Do you believe in the day?
The fading hero has returned to the night -- and fully pregnant with the day,
wise men endorse the poet's sight.
Do you believe in the day? Do you? Believe in the day!
Let me tell you the tales of your life of
your love and the cut of the knife
the tireless oppression
the wisdom instilled
the desire to kill or be killed.
Let me sing of the losers who lie in the street as the last bus goes by.
The pavements ar empty: the gutters run red -- while the fool
toasts his god in the sky.
So come all ye young men who are building castles!
Kindly state the time of the year and join your voices in a hellish chorus.
Mark the precise nature of your fear.
Let me help you pick up your dead as the sins of the father are fed
with
the blood of the fools and
the thoughts of the wise and
from the pan under your bed.
Let me make you a present of song as
the wise man breaks wind and is gone while
the fool with the hour-glass is cooking his goose and
the nursery rhyme winds along.
So! Come all ye young men who are building castles!
Kindly state the time of the year and join your voices in a hellish chorus.
Mark the precise nature of your fear.
See! The summer lightning casts its bolts upon you
and the hour of judgement draweth near.
Would you be
the fool stood in his suit of armour or
the wiser man who rushes clear.
So! Come on ye childhood heroes!
Won't your rise up from the pages of your comic-books
your super-crooks and
show us all the way.
Well! Make your will and testament.
Won't you? Join your local government.
We'll have Superman for president
let Robin save the day.
So! Where the hell was Biggles when you needed him last Saturday?
And where were all the sportsmen who always pulled you through?
They're all resting down in Cornwall -- writing up their memoirs
for a paper-back edition of the Boy Scout Manual.
OF COURSE
So you ride yourselves over the fields and
you make all your animal deals and
your wise men don't know how it feels to be thick as a brick
Really don't mind if you sit this one out.
My words but a whisper -- your deafness a SHOUT.
I may make you feel but I can't make you think.
Your sperm's in the gutter -- your love's in the sink.
So you ride yourselves over the fields and
you make all your animal deals and
your wise men don't know how it feels to be thick as a brick.
And the sand-castle virtues are all swept away in
the tidal destruction
the moral melee.
The elastic retreat rings the close of play as the last wave uncovers
the newfangled way.
But your new shoes are worn at the heels and
your suntan does rapidly peel and
your wise men don't know how it feels to be thick as a brick.
And the love that I feel is so far away:
I'm a bad dream that I just had today -- and you
shake your head and
say it's a shame.
Spin me back down the years and the days of my youth.
Draw the lace and black curtains and shut out the whole truth.
Spin me down the long ages: let them sing the song.
See there! A son is born -- and we pronounce him fit to fight.
There are black-heads on his shoulders, and he pees himself in the night.
We'll
make a man of him
put him to trade
teach him
to play Monopoly and
to sing in the rain.
The Poet and the painter casting shadows on the water --
as the sun plays on the infantry returning from the sea.
The do-er and the thinker: no allowance for the other --
as the failing light illuminates the mercenary's creed.
The home fire burning: the kettle almost boiling --
but the master of the house is far away.
The horses stamping -- their warm breath clouding
in the sharp and frosty morning of the day.
And the poet lifts his pen while the soldier sheaths his sword.
And the youngest of the family is moving with authority.
Building castles by the sea, he dares the tardy tide to wash them all aside.
The cattle quietly grazing at the grass down by the river
where the swelling mountain water moves onward to the sea:
the builder of the castles renews the age-old purpose
and contemplates the milking girl whose offer is his need.
The young men of the household have
all gone into service and
are not to be expected for a year.
The innocent young master -- thoughts moving ever faster --
has formed the plan to change the man he seems.
And the poet sheaths his pen while the soldier lifts his sword.
And the oldest of the family is moving with authority.
Coming from across the sea, he challenges the son who puts him to the run.
What do you do when
the old man's gone -- do you want to be him? And
your real self sings the song.
Do you want to free him?
No one to help you get up steam --
and the whirlpool turns you `way off-beam.
LATER.
I've come down from the upper class to mend your rotten ways.
My father was a man-of-power whom everyone obeyed.
So come on all you criminals!
I've got to put you straight just like I did with my old man --
twenty years too late.
Your bread and water's going cold.
Your hair is too short and neat.
I'll judge you all and make damn sure that no-one judges me.
You curl your toes in fun as you smile at everyone -- you meet the stares.
You're unaware that your doings aren't done.
And you laugh most ruthlessly as you tell us what not to be.
But how are we supposed to see where we should run?
I see you shuffle in the courtroom with
your rings upon your fingers and
your downy little sidies and
your silver-buckle shoes.
Playing at the hard case, you follow the example of the comic-paper idol
who lets you bend the rules.
So!
Come on ye childhood heroes!
Won't you rise up from the pages of your comic-books
your super crooks
and show us all the way.
Well! Make your will and testament. Won't you?
Join your local government.
We'll have Superman for president
let Robin save the day.
You put your bet on number one and it comes up every time.
The other kids have all backed down and they put you first in line.
And so you finally ask yourself just how big you are --
and take your place in a wiser world of bigger motor cars.
And you wonder who to call on.
So! Where the hell was Biggles when you needed him last Saturday?
And where were all the sportsmen who always pulled you though?
They're all resting down in Cornwall --
writing up their memoirs for a paper-back edition
of the Boy Scout Manual.
LATER.
See there! A man born -- and we pronounce him fit for peace.
There's a load lifted from his shoulders with the discovery of his disease.
We'll
take the child from him
put it to the test
teach it
to be a wise man
how to fool the rest.
QUOTE
We will be geared to the average rather than the exceptional
God is an overwhelming responsibility
we walked through the maternity ward and saw 218 babies wearing nylons
cats are on the upgrade
upgrade? Hipgrave. Oh, Mac.
LATER
In the clear white circles of morning wonder,
I take my place with the lord of the hills.
And the blue-eyed soldiers stand slightly discoloured (in neat little rows)
sporting canvas frills.
With their jock-straps pinching, they slouch to attention,
while queueing for sarnies at the office canteen.
Saying -- how's your granny and
good old Ernie: he coughed up a tenner on a premium bond win.
The legends (worded in the ancient tribal hymn) lie cradled
in the seagull's call.
And all the promises they made are ground beneath the sadist's fall.
The poet and the wise man stand behind the gun,
and signal for the crack of dawn.
Light the sun.
Do you believe in the day? Do you?
Believe in the day! The Dawn Creation of the Kings has begun.
Soft Venus (lonely maiden) brings the ageless one.
Do you believe in the day?
The fading hero has returned to the night -- and fully pregnant with the day,
wise men endorse the poet's sight.
Do you believe in the day? Do you? Believe in the day!
Let me tell you the tales of your life of
your love and the cut of the knife
the tireless oppression
the wisdom instilled
the desire to kill or be killed.
Let me sing of the losers who lie in the street as the last bus goes by.
The pavements ar empty: the gutters run red -- while the fool
toasts his god in the sky.
So come all ye young men who are building castles!
Kindly state the time of the year and join your voices in a hellish chorus.
Mark the precise nature of your fear.
Let me help you pick up your dead as the sins of the father are fed
with
the blood of the fools and
the thoughts of the wise and
from the pan under your bed.
Let me make you a present of song as
the wise man breaks wind and is gone while
the fool with the hour-glass is cooking his goose and
the nursery rhyme winds along.
So! Come all ye young men who are building castles!
Kindly state the time of the year and join your voices in a hellish chorus.
Mark the precise nature of your fear.
See! The summer lightning casts its bolts upon you
and the hour of judgement draweth near.
Would you be
the fool stood in his suit of armour or
the wiser man who rushes clear.
So! Come on ye childhood heroes!
Won't your rise up from the pages of your comic-books
your super-crooks and
show us all the way.
Well! Make your will and testament.
Won't you? Join your local government.
We'll have Superman for president
let Robin save the day.
So! Where the hell was Biggles when you needed him last Saturday?
And where were all the sportsmen who always pulled you through?
They're all resting down in Cornwall -- writing up their memoirs
for a paper-back edition of the Boy Scout Manual.
OF COURSE
So you ride yourselves over the fields and
you make all your animal deals and
your wise men don't know how it feels to be thick as a brick
"First comes smiles, then lies. Last is gunfire."
Roland Deschain of Gilead
Roland Deschain of Gilead
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
TERROR X CREW Μην Φοβάσαι
Οι σκέψεις μου χαμένες.
Κάτι τις έχει δεμένες
και με τυλίγει.
Για άλλη μια φορά
κάτι με πνίγει.
Το μυαλό μου κάνει παιχνίδια,
ψάχνω στήριγμα,
ακούω ένα ύπουλο σφύριγμα...
Όχι πάλι κήρυγμα!
Κάποιος, εκεί στο βάθος,
υποστηρίζει με πάθος
πως είμαι λάθος,
κι όλα τριγύρω μου
φαίνονται σαν να 'ναι τάφος.
Χωμένος στην αρένα
παλεύω τον εαυτό μου,
νοιώθω σα να μην είναι το μυαλό μου
δικό μου.
Κάποιος μου βάζει έμμονες ιδέες
πως έχω αποτύχει
κι αν είμαι ακόμα ζωντανός
είναι κατά τύχη.
Γι' αυτό πιάνω μικρόφωνο
και βγάζω φωνή
μεσ' απ' το μεγάφωνο.
Πρέπει να μιλήσω,
να τον αφήσω... άφωνο
για όλα τα χρόνια
που παρα-μέ-νω σταθερός
σ' ό,τι επιλεγω, σ' ό,τι πιστεύω
χωρίς να ξεφεύγω.
Ποτέ δε ντράπηκα για 'κείνο
που 'θελα να γίνω.
Ξέρω να κρίνω,
κι αυτό που είμαι,
αυτό θα μείνω.
Πάντοτε μέσα μου
είχα ένα δίλημμα που μ' έκαιγε
μα πάντα ακολοθούσα
τη φωνή που έλεγε:
"Ποτέ μη λυπάσαι
γι 'αυτό που διάλεξες να 'σαι.
Δε χρωστάς σε κανένα,
γι' αυτό κανένα μη φοβάσαι:
Μη φοβασαι!
Ό,τι και να γίνει, μη φοβάσαι.
Φτάνει μόνο αληθινός
να ξέρεις να 'σαι.
Μη φοβασαι! Τους φόβους, τις αλυσίδες σπάσε!
Φτάνει μόνο να μην κοιμάσαι...
Έχει...
τόσο φως,
κι όμως όλα σου φαίνονται μαύρα,
με μια μάνα
που τρώει τα παιδιά της πάντα.
Κι εσύ μόνος,
σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων,
φυλάγεσαι από παντού,
από τα στόματα των θυρίων.
Περπατάς και φοβάσαι
να συκώσεις το βλέμμα σου.
Κάποιοι αντλούν ενέργεια
ρουφώντας το αίμα σου.
Από τη μέρα της γέννας σου,
πεταγμένος, γυμνός, κουλουριασμένος,
σε μια γωνιά ενός κρύου,
λευκού δωματίου,
έχοντας πέσει θύμα
ενός μακάβριου αστείου.
Προσπαθείς να φυλαχτείς
από τις όξινες σταγόνες,
εδώ και χρόνια,
που, όμως, σου φαίνονται αιώνες,
επειδή
είναι το τέλος κάθε φάσης της ζωής σου
η αρχή για το αδιέξοδο.
Ψάχνεις απεγνωσμένα για την έξοδο.
Τρέχεις μ' ένα αυτοκίνητο
προς το γκρεμό,
με φρένα σπασμένα
κι ένα ψυχοπαθή οδηγό.
Είν' η τελευταία σου ευκαιρία
να σωθείς.
Πήδα έξω!
Είναι τώρα η ποτέ! Κατάλαβε το!
Τ' απέραντο γκρίζο
απ' τα θεμέλια κατάστρεψέ το!
Μην το σκέφτεσαι άλλο!
Ο μόνος φόβος είναι ο Φόβος!
Κι από 'δω και πέρα...
...ποτέ πια δε θα είσαι μόνος.
Οι σκέψεις μου χαμένες.
Κάτι τις έχει δεμένες
και με τυλίγει.
Για άλλη μια φορά
κάτι με πνίγει.
Το μυαλό μου κάνει παιχνίδια,
ψάχνω στήριγμα,
ακούω ένα ύπουλο σφύριγμα...
Όχι πάλι κήρυγμα!
Κάποιος, εκεί στο βάθος,
υποστηρίζει με πάθος
πως είμαι λάθος,
κι όλα τριγύρω μου
φαίνονται σαν να 'ναι τάφος.
Χωμένος στην αρένα
παλεύω τον εαυτό μου,
νοιώθω σα να μην είναι το μυαλό μου
δικό μου.
Κάποιος μου βάζει έμμονες ιδέες
πως έχω αποτύχει
κι αν είμαι ακόμα ζωντανός
είναι κατά τύχη.
Γι' αυτό πιάνω μικρόφωνο
και βγάζω φωνή
μεσ' απ' το μεγάφωνο.
Πρέπει να μιλήσω,
να τον αφήσω... άφωνο
για όλα τα χρόνια
που παρα-μέ-νω σταθερός
σ' ό,τι επιλεγω, σ' ό,τι πιστεύω
χωρίς να ξεφεύγω.
Ποτέ δε ντράπηκα για 'κείνο
που 'θελα να γίνω.
Ξέρω να κρίνω,
κι αυτό που είμαι,
αυτό θα μείνω.
Πάντοτε μέσα μου
είχα ένα δίλημμα που μ' έκαιγε
μα πάντα ακολοθούσα
τη φωνή που έλεγε:
"Ποτέ μη λυπάσαι
γι 'αυτό που διάλεξες να 'σαι.
Δε χρωστάς σε κανένα,
γι' αυτό κανένα μη φοβάσαι:
Μη φοβασαι!
Ό,τι και να γίνει, μη φοβάσαι.
Φτάνει μόνο αληθινός
να ξέρεις να 'σαι.
Μη φοβασαι! Τους φόβους, τις αλυσίδες σπάσε!
Φτάνει μόνο να μην κοιμάσαι...
Έχει...
τόσο φως,
κι όμως όλα σου φαίνονται μαύρα,
με μια μάνα
που τρώει τα παιδιά της πάντα.
Κι εσύ μόνος,
σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων,
φυλάγεσαι από παντού,
από τα στόματα των θυρίων.
Περπατάς και φοβάσαι
να συκώσεις το βλέμμα σου.
Κάποιοι αντλούν ενέργεια
ρουφώντας το αίμα σου.
Από τη μέρα της γέννας σου,
πεταγμένος, γυμνός, κουλουριασμένος,
σε μια γωνιά ενός κρύου,
λευκού δωματίου,
έχοντας πέσει θύμα
ενός μακάβριου αστείου.
Προσπαθείς να φυλαχτείς
από τις όξινες σταγόνες,
εδώ και χρόνια,
που, όμως, σου φαίνονται αιώνες,
επειδή
είναι το τέλος κάθε φάσης της ζωής σου
η αρχή για το αδιέξοδο.
Ψάχνεις απεγνωσμένα για την έξοδο.
Τρέχεις μ' ένα αυτοκίνητο
προς το γκρεμό,
με φρένα σπασμένα
κι ένα ψυχοπαθή οδηγό.
Είν' η τελευταία σου ευκαιρία
να σωθείς.
Πήδα έξω!
Είναι τώρα η ποτέ! Κατάλαβε το!
Τ' απέραντο γκρίζο
απ' τα θεμέλια κατάστρεψέ το!
Μην το σκέφτεσαι άλλο!
Ο μόνος φόβος είναι ο Φόβος!
Κι από 'δω και πέρα...
...ποτέ πια δε θα είσαι μόνος.
“The oldest and strongest emotion of mankind is fear, and the oldest and strongest kind of fear is fear of the unknown”
Re: Αγαπημένοι Στίχοι
CANNIBAL CORPSE
Necropedophile
"Tomb Of The Mutilated" (1992)
Παραθέτω μόνο τους αγαπημένους μου στίχους από το κομμάτι.
....
She's already dead, I masturbate with her severed head
My lubrication, her decomposition
Spending my life molesting dead children
....
ΑΡΡΡΡΡΡΩΣΤΙΑ (κυριολεκτικά)
Necropedophile
"Tomb Of The Mutilated" (1992)
Παραθέτω μόνο τους αγαπημένους μου στίχους από το κομμάτι.
....
She's already dead, I masturbate with her severed head
My lubrication, her decomposition
Spending my life molesting dead children
....
ΑΡΡΡΡΡΡΩΣΤΙΑ (κυριολεκτικά)