Re: Status Updates
Posted: Sat Apr 28, 2012 12:57 am
Δύο ερωτήσεις
Η Σκάρλετ τι δυνάμεις έχει; Εκτός από τις προφανείς.
Ο Θορ τι ρόλο βαράει.
Η Σκάρλετ τι δυνάμεις έχει; Εκτός από τις προφανείς.
Ο Θορ τι ρόλο βαράει.
Kuchiki_Byakuya wrote:Δύο ερωτήσεις
Η Σκάρλετ τι δυνάμεις έχει; Εκτός από τις προφανείς.
Ο Θορ τι ρόλο βαράει.
kage21 wrote:Μολις αφησα να μου διαφυγει η ευκαιρια να απολαυσω για δευτερη φορα τους avengers...
χαζός
-ή -ό [xazós] Ε1 : (οικ.) 1. ΣYN κουτός. α. που έχει περιορισμένη αντίληψη, που δεν είναι έξυπνος: Δυσκολεύεται στα μαθήματα, γιατί είναι ~. Πολύ χαζή γυναίκα, όλο κουταμάρες λέει. Mη μου κάνεις το χαζό, καταλαβαίνεις τι θέλω να πω. Για χαζό με πέρασες; Tον είχαμε για χαζό, αλλά αποδείχτηκε πανέξυπνος. β1. που ενεργεί επιπόλαια, απερίσκεπτα· ανόητος: Θα είσαι ~, αν αφήσεις τέτοια δουλειά / αν πουλήσεις το σπίτι, για να αγοράσεις αυτοκίνητο. Mην είσαι ~, πρόσεχε τι πας να κάνεις. β2. που είναι εύπιστος, αφελής: ~ είσαι; δεν κατάλαβες ότι σε κορόιδεψε; Είναι τόσο έντιμος που μερικοί τον θεωρούν χαζό. || (ως ουσ.) ο χαζός, θηλ. χαζή: Aυτές είναι δικαιολογίες για χαζούς. Mόνο ένας ~ θα άφηνε τέτοια ευκαιρία. 2. που είναι νοητικά καθυστερημένος: Έχει ένα χαζό παιδί. Kοιτάω σαν ~, παίρνω τη χαρακτηριστική έκφραση (ανοιχτό στό μα, απλανές βλέμμα) του χαζού, όταν κατέχομαι από απορία, αμηχανία ή έκπληξη. 3α. που ταιριάζει σε χαζό ή που τον χαρακτηρίζει: Έχει / πήρε ένα χαζό ύφος / βλέμμα. β. για κτ. που προέρχεται από άνθρωπο χαμηλού διανοητικού ή πνευματικού επιπέδου ή που απευθύνεται σε ανθρώπους με ανάλογο επίπεδο: Xαζές κουβέντες. Xαζά αστεία. Xαζό βιβλίο / κινηματογραφικό έργο. || (ως ουσ.) τα χαζά, ανόητες κουβέντες και συμπεριφορά: Άρχισε πάλι τα χαζά του. γ. για κτ. που θεωρείται κακόγουστο, ευτελές, ασήμαντο κτλ.: Φορούσε πάλι εκείνα τα χαζά σκουλαρίκια. χαζούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. χαζούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. χαζά ΕΠIΡΡ: Φέρθηκε εντελώς ~, ανόητα. Tι με κοιτάς έτσι ~;, σαν χαζός. χαζούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.
βλάκας ο [vlákas] Ο3 : 1. άτομο που χαρακτηρίζεται από χαμηλό διανοητικό επίπεδο· ηλίθιος*, κρετίνος*. ANT έξυπνος: Δεν μπορεί να καταλάβει, είναι ~. Για βλάκα με περνάς; Tι ~, Θεέ μου, αυτός ο άνθρωπος! Kάνω / παριστάνω το βλάκα, προσποιούμαι ότι δεν καταλαβαίνω κτ. (έκφρ.) ~ με περικεφαλαία / με πατέντα, πολύ βλάκας. ένας ~ και μισός*. 2. ως βρισιά: Kάτσε κάτω, ρε βλάκα. Σου μιλάω, βρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις; 3. (ψυχιατρ.) άτομο με ανεπαρκώς ανεπτυγμένη ευφυΐα· (πρβ. ιδιώτης, ηλίθιος).
[λόγ. < αρχ. βλάξ, αιτ. βλάκα]
kage21 wrote:Μολις αφησα να μου διαφυγει η ευκαιρια να απολαυσω για δευτερη φορα τους avengers...
οικονομικός, -ή, -ό
1. σχετικός με την οικονομία και τη διαχείριση των χρημάτων ενός κράτους, επιχείρησης, ιδιώτη κλπ
οικονομικά μεγέθη, οικονομικός σύμβουλος
2. φτηνός σε σχέση με αυτό που προσφέρει
ψάχνω για αυτοκίνητο καλό και οικονομικό
3. που σχετίζεται με τη συνετή διαχείριση των υλικών και χρηματικών πόρων και την αποφυγή της σπατάλης
αυτό το αυτοκίνητο ίσως δεν είναι τόσο φτηνό αλλά αποδεικνύεται πολύ οικονομικό στην κατανάλωση βενζίνης
Kuchiki_Byakuya wrote:Μαλάκα, είναι ταινία με τον Robert.